- Κλώδιος
- Κλώδιοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κλώδιος, Πόπλιος Άππιος — (93 π.Χ. – 52 π.Χ.). Ρωμαίος δημαγωγός. Καταγόταν από την Κλαυδία γενεά των πατρικίων και σύντομα αναδείχθηκε σε παράφρονα ταραξία. Ήταν ο πρώτος της γενεάς, ο οποίος μετέτρεψε το όνομά του, κατά την ορθογραφία και την προφορά, για να του δώσει… … Dictionary of Greek
Κλωδίου — Κλώδιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλωδίους — Κλώδιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλωδίῳ — Κλώδιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλώδιον — Κλώδιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CLODIUS Dux — apud Trebellium Pollionem in Gallienis duobus, c. 5. et 7. bis dicitur Claudius ille, qui postea Imperium obtinuit. Ar ibi semper Claudius: et Graeci quoque Κλαύδιος, non Κλώδιος, eum vocant. Casaubon. Not. ad Pollionem … Hofmann J. Lexicon universale
συστασιάζω — ΝΑ [στασιάζω] μετέχω σε στάση, είμαι μαζί με άλλον στασιαστής αρχ. συνδέω για επαναστατικούς σκοπούς («Πούπλιός τις Κλώδιος συνεστασίαζε σφᾱς ὑπ ἐμφύτου νεωτεροποιΐας», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek